- αισχρό
- rezil, edepsiz, kötü, fena
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
κακοκερδής — κακοκερδής, ές (Α) αυτός που έχει τάση για αισχρό κέρδος, αισχροκερδής]. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, αφιλο κερδής] … Dictionary of Greek
несрамьнъ — (2*) пр. Не имеющий причины стыдиться: подоба же аще истина есть. не кощюнъ бо именовати. но акы несрамна показовати. (μὴ αἰσχρο) ГБ XIV, 14г; глаголъ искати несраме(н) а ѿ неправды б҃гатѣти пѹще всѣхъ. (οὐκ ἀχρεῖον!) Пч к. XIV, 69 об. Ср.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… … Dictionary of Greek
αισχρουργώ — ( έω) (Α αἰσχρουργῶ) συμπεριφέρομαι αισχρά, κάνω αισχρές πράξεις μσν. μεταχειρίζομαι κάποιον με αισχρό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργός. ΠΑΡ. μσν. αἰσχρούργημα] … Dictionary of Greek
αμοραλισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή… … Dictionary of Greek
βρομοκόριτσο — το 1. το βρόμικο στο σώμα και στην ενδυμασία κορίτσι 2. αισχρό, ανήθικο κορίτσι … Dictionary of Greek
ευτραπελολογία — εὐτραπελολογία, ἡ (ΑΜ) αστεϊσμός, σκώμμα, ευτραπελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευτράπελος + λογια (< λογος < λέγω), πρβλ. αισχρο λογία, φιλο λογία] … Dictionary of Greek
εφύβριστος — ἐφύβριστος, ον (Α) [εφυβρίζω] 1. ο άξιος ύβρεως, ο ασελγής, ο ακόλαστος, ο αισχρός («ἐφύβριστος τυραννίς», Ηρωδιαν.) 2. ευκαταφρόνητος, ευτελής. επίρρ... ἐφυβρίστως (Α) 1. κατά υβριστικό τρόπο, κατά αισχρό τρόπο 2. κατά ευτελή τρόπο («ἐφυβρίστως… … Dictionary of Greek
ημερολογώ — ἡμερολογῶ, έω (Α) αριθμώ τον χρόνο κατά μέρες («ἡμερολογέοντας τὸν λοιπὸν χρόνον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λογώ (< λογος < λόγος) πρβλ. αισχρο λογώ, ευ λογώ] … Dictionary of Greek